- κληρουχώ
- κληρουχῶ, -έω (Α) [κληρούχος]1. είμαι κληρούχος, λαμβάνω κάτι με κλήρο, ιδίως τμήμα γης σε κατακτηθείσα χώρα («τούς κληρουχέοντας τῶν Χαλκιδέων τὴν χώρην», Ηρόδ.)2. κληρονομώ3. διανέμω κτήματα με κλήρο («τὸ δὲ τελευταῖον πάσας τὰς νήσους εἰς εἴκοσι ἔτη διελόμενοι, πάλιν κληρουχοῦσιν», Διόδ.)4. παθ. κληρουχοῡμαι, -έομαιεγκαθίσταμαι ως κληρούχος.
Dictionary of Greek. 2013.